Στην πάνω μεσιανή μπούκα της Λήμνου, στέκεται ένα αραξοβόλι παλιό, ο Κότσινος ή Κότσινας, όπου οι Βενετοί, μεταξύ 1207 και 1276, σήκωσαν τεχνητό λόφο στα ριζά της θάλασσας για να το καστρώσουν.
Κι ήρθαν χρόνια δύσκολα και άγρια. Η Κωνσταντίνου Πόλη, το καμάρι των Ελλήνων, είχε πέσει το 1453 στα χέρια των Τούρκων και οι άπιστοι 'σιάζαν πλοία για να χυμήξουν και στα νησιά της Ελλάδας, που τους έμοιαζαν πρόβατα χωρίς ποιμένα, αφημένα, απροστάτευτα στον γαλάζιο κάμπο ...
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Έργο του μεγάλου ζωγράφου Γιάννη Νίκου |
Τριάντα πέντε χρόνια μετά, στην μεγάλη γιορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, των κτητόρων του ολόλαμπρου Βυζαντίου, στις 21 Μαΐου 1478 μ.Χ., ο Σουλεϊμάν έφτασε με καράβια και ασκέρι πολεμόχαρο στα ειρηνικά ακρογιάλια του Κότσινα! Αρχηγός της άμυνας Ελλήνων και Βενετών του Κάστρου, ήταν ο άρχοντας Ισίδωρος Κομνηνός, που με την γυναίκα του Ευφροσύνη είχαν και μια κόρη έμορφη, την ξακουστή Μαρούλα, μόλις 18 χρονών κοπέλα, μεγαλωμένη με Χριστό και Ελλάδα, με ψυχή και πίστη! Με υλικά αιώνια και αθάνατα που χτίζουν ήρωες κι αγίους!
Η επίθεση της Τουρκιάς ήταν σφοδρή! Από όλες τις μεριές οι άπιστοι σκαρφάλωναν μυρμηγκιές μυρμηγκιές στου Κότσινα το Κάστρο! Και εκεί πάνω, στις πλέον κρίσιμες στιγμές, που οι κόκκινες παντιέρες άρχισαν να μπήγονται στις δικές μας πολεμίστρες, ο Κομνηνός πληγώνεται θανάσιμα και πανικός απλώνεται σε όλους, που αλλόφρονες πια τρέχουν να σωθούν από τους φρικτούς κι απάνθρωπους εχθρούς τους!
Μα μεσ' στο λιγοψύχισμα, 'κείνη η ευλογημένη θυγατέρα, η Μαρούλα, η κρινοδάχτυλη και εύοσμη σαν το ρόδο, μεταμορφώνεται με μιας σε νέα Αμαζόνα, σε φλόγα, σ΄ ορμή, θύελλα και Ελλάδα κι αρπάζει από τον νεκρό πατέρα της το τίμιο σπαθί του, το σηκώνει ψηλά και φωνάζει με όλη την δύναμή της "Νίκη, Νίκη, Νίκη", θέλοντας να μεταβάλει τον πανικό σ' ενθουσιασμό και αντεπίθεση μεγάλη! Και τότε γίνεται το θαύμα! Η κραυγή και η ορμή της, συμπαρασύρουν τους πάντες, που πισωστρέφουν, παίρνουν δύναμη ουράνια και γκρεμίζουν καταθέμελα τους Τούρκους, που δεν πιστεύουν στ΄ αμαρτωλά τα μάτια τους: ένα κορίτσι τους νικά και τους πετά στη θάλασσα σαν φύκια! Αυτούς, τους ίδιους που πήρανε την Πόλη την τρανή, που πάτησαν τόσα Κάστρα, που τόσες σκλάβες έσυραν στα άθλια σεράγια! Ένα κορίτσι, όλο φωτιά, πυρσός, σεισμός και λάβα! "Νίκηηηη! Νίκηηηη", αντηχεί τώρα παντού στο Κάστρο και ο Κότσινας σιέται και σώνεται και λάμπει!
Οι Βενετοί έπεσαν στα πόδια της! Το όνομά της το πήρανε τα πλοία τους στη Δύση και το έκαναν θρύλο! Σε γαλέρες, σε σαλόνια, σε βεγγέρες, η ιστορία της δονούσε τις καρδιές όλων των νέων που την ακούγανε συνεπαρμένοι! Την έβαλαν στην καρδιά τους και ηρωίδα τους την κάναν! Αυτήν, την γενναία Ελληνίδα! Την Μαρούλα Κομνηνή της Λήμνου!
Η γενναιότητά της συγκίνησε τους πάντες και υμνήθηκε από πολλούς, ξένους και δικούς μας, όπως τον Αριστομένη Προβελέγγιο με το θεατρικό του έργο "η Κόρη της Λήμνου" του 1891 και νωρίτερα από τον δεύτερο εθνικό μας ποιητή Κωστή Παλαμά, με το μεγάλο ποίημά του "Κόρη της Λήμνου" του 1885.
ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΜΑΡΟΥΛΑΣ
Μετά δυο αιώνες, όταν οι Βενετοί θα αποχωρήσουν από τη Λήμνο στα 1656, θα γκρεμίσουν το ιστορικό Κάστρο του Κότσινου, για να μην αξιοποιηθεί και οχυρωθεί ποτέ από τους Τούρκους... Και έτσι σήμερα υπάρχουν μόνο τα χνάρια του...
Μα κυματίζει και τώρα εκεί πάνω περήφανα η ελληνική σημαία και μια μορφή ανεξίτηλη! Η Μαρούλα, που ο Σύλλογος Διδασκάλων Λήμνου κατάφερε να στήσει το 1969 σε άγαλμα, έργο του Ιπποκράτη Σαββούρα (1931 - 2017), που θυμίζει πάντα το μεγάλο κατόρθωμα της ατρόμητης κόρης, το μεγάλο κατόρθωμα της ελληνικής ψυχής!
Μα κυματίζει και τώρα εκεί πάνω περήφανα η ελληνική σημαία και μια μορφή ανεξίτηλη! Η Μαρούλα, που ο Σύλλογος Διδασκάλων Λήμνου κατάφερε να στήσει το 1969 σε άγαλμα, έργο του Ιπποκράτη Σαββούρα (1931 - 2017), που θυμίζει πάντα το μεγάλο κατόρθωμα της ατρόμητης κόρης, το μεγάλο κατόρθωμα της ελληνικής ψυχής!
Η Μαρούλα στέκει ορθή και αμάραντη, πλάι εκεί στην Εκκλησία της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής, που γιορτάζει κάθε Λαμπρο-Παρασκευή μετά το Πάσχα και μαζεύει γύρω της όλο το νησί σε μεγάλο πανηγύρι, που κατεβαίνει 64 σκαλοπάτια κάτω στα σπλάχνα του Κάστρου, να πιει το δροσερό Αγίασμα της Θεοτόκου και να θυμηθεί πως με θαύματα αληθινά και αμέτρητα, στέκεται όρθια αυτή η πατρίδα. Αυτά τα νησιά, αυτοί οι βράχοι...
Κι απέναντι, στ΄ Άγιον Όρος σημαίνουν γλυκά τα σήμαντρα και τα καϊκια μας σταυροκοπιούνται να ΄χουν καλή θάλασσα, να φτάσουν στην Μαρούλα της Λήμνου, να προσκυνήσουν τιμητικά την άλλη Μαρία, την Παναγιά του Κότσινα...
Από μια πέτρα αν βάλει όλη η Λήμνος, σηκώνεται ξανά εκεί το Κάστρο. Ώστε κάθε Μάη, να αναβιώνει η αναπαράσταση της μάχης με χιλιάδες τουρίστες και να ζωντανεύει ξανά η μεγάλη Ελληνίδα του Κότσινα με τη ρομφαία ορθή, μήνυμα στους καιρούς, τους αγέννητους και τους τάφους...
Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ
Κωστή Παλαμά
Μάρτιος 1885
(αποσπάσματα)
...Ω! ποιός, ποιό τάχα όνειρο, ποιός άγγελος Κυρίου
σκόρπισ’ ανδρεία στο νησί και αφοβιά θηρίου;
Το όνειρο κι ο άγγελος η Μάρω είναι μονάχη.
Σαν να τους πάει στο χορό τούς οδηγεί στη μάχη.
Αντρίκειο ’χει περπάτημα, μα και γυναίκεια χάρη,
χαριτωμένα σαν ανθό βαστάει το κοντάρι,
φορεί ασπίδα και σπαθί και περικεφαλαία,
γαλανομάτα και ψηλή και φοβερή κι ωραία,
θαρρείς πως είν’ η Αθηνά σαν έφταν’ απ’ τ’ αστέρια
κι οδήγαε των Ομηρικών παλικαριών τα χέρια.
....Η εμορφιά της αστραπή και φως πολεμιστήριο,
κι εκδίκηση των λόγων της τ’ ολόγλυκο μυστήριο!
Και νιώθουν όσοι την ακούν μιαν άσβηστη φροντίδα,
μ’ αυτή να βγουν, να πέσουνε μ’ αυτή για την πατρίδα.
...Κι εσύ για τον πατέρα σου, ω Μάρω, μιαν ημέρα,
θε να φορέσεις ακουστή της φήμης το στεφάνι,
που σαν το πρώτο δε μπορεί καιρός να στο μαράνει!
Φεύγει ο ήλιος, τα βουνά εχρύσωσε η δύση,
και φέρν’ η νύχτα τ’ άστρα της το χρύσωμα να σβήσει.
Μα τώρα ύπνο, σιωπή και όνειρα δεν κρύβει,
αλλά το Χάρο σε σπαθί και φλόγα και μολύβι,
κι από τη μία τη μεριά ξεχύνετ’ ώς την άλλη
μία φωνή τρομακτική σε κάμπο κι ακρογιάλι:
Ελευθεριά ή θάνατος!
Πρώτη φορά, φωνούλα,
μες στης Ελλάδος το χαμό, στου Τούρκου την τρεμούλα,
γρικιέσαι, και στον ήχο σου το κύμ’ αναταράζει,
κι ακόμα κι ο Γενίτσαρος τ’ ακούει κι ανατριχιάζει.
Αιώνες θα διαβούν, φωνή του γένους μας μεγάλη,
και πάλι να ξανακουσθείς, να κάμεις θαύμα πάλι.
Όλοι στα τείχη τρέχουνε, στρατιώτες, καπετάνοι,
με μια ορμή, με μια καρδιά, Λημνιώτες, Βενετσάνοι.
Κανείς περίγελο, κανείς ντροπή δεν πρέπει να ’χει
ότι γυναίκα οδηγεί τη λεβεντιά στη μάχη.
Ας τρέμει κάθε αγαρηνό σπαθί, κάθε σαρίκι.
Γυναίκες ήταν κι οι θεές, παρθένα είν’ η Νίκη!
...Χίλια ποτάμια σπείρατε παντού από κατράμι,
και θυμηθείτε απ’ τον πασά ώς τον αζάβη, όλοι,
πως είστε εσείς που επήρατε την άπαρτη την Πόλη!
Του κάκου! θαλασσόδαρτοι όσο κι αν είστε βράχοι,
ποτέ σας τέτοια κύματα δεν είδατε σε μάχη.
Ποτέ σας δεν ενιώσατε βαθύτερο σκοτάδι,
ποτέ τέτοιες αλάθευτες χτυπιές και τέτοιον Άδη!
Θαρρείτε, άνοιξε της γης για να σας πιει το βάθος
και πέφτει καταπάνου σας ο γίγαντας ο Άθως.
Κι όταν στης μάχης τη φωτιά που τη νυχτιά φωτάει
της Λήμνου ξαγναντεύετε την κόρη να πετάει,
αλύγιστη και φτερωτή, τρομακτική κι ωραία,
με μόνα τα κυματιστά μαλλιά της για σημαία,
που πρώτα με τα μάτια της βασκαίνει σαν το φίδι,
κι ύστερα δίνει τη χτυπιά με το λαμπρό λεπίδι,
θαρρείτε μέσα στο πυκνό των σαϊτιών χαλάζι
πως του ολέθρου ο άγγελος ο Αζραήλ σάς σφάζει,
κι άλλοι δαγκώνετε τη γη, και τρεμουλιάζετ’ άλλοι,
και στα καράβια φεύγετε, φεύγετε στ’ ακρογιάλι.
Και τ’ αγεράκι τ’ άκακο της Θράκης ζωντανεύει,
γοργά ξυπνάει τη θάλασσα, κι η θάλασσα θεριεύει,
και ύστερ’ από το χαμό κι απ’ την απελπισία
οι άνεμοι, τα κύματα, φρικτότερα θηρία,
ορμούν και χαμηλώνουνε κι υψώνονται και ρυάζονται
και τα στερνά τα λείψανα συντρίβουν και μοιράζονται,
και μέσα στον αλαλαγμό, στη νύχτα και στη φρίκη
μία φωνή απ’ το νησί σκορπιέται:
- Νίκη! Νίκη!